Anonymous

κολοβοκέρατος: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_17)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολοβοκέρᾱτος''': -ον, ἔχων κέρατα κολοβά, μικρά, βραχέα, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 117: ― παρ’ Ἰω. Χρυσ. κολοβόκερως.
|lstext='''κολοβοκέρᾱτος''': -ον, ἔχων κέρατα κολοβά, μικρά, βραχέα, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 117: ― παρ’ Ἰω. Χρυσ. κολοβόκερως.
}}
{{grml
|mltxt=[[κολοβοκέρατος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[κοντά]] κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοβός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ορθο</i>-<i>κέρατος</i>, <i>στρεβλο</i>-<i>κέρατος</i>].
}}
}}