Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κόριον: Difference between revisions

From LSJ

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (τό) :<br />jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[κόρη]].<br /><span class="bld">2</span>ου (τό) :<br />coriandre, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[κορίαννον]].
|btext=<span class="bld">1</span>ου (τό) :<br />jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[κόρη]].<br /><span class="bld">2</span>ου (τό) :<br />coriandre, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[κορίαννον]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κόριον]], δωρ. τ. [[κώριον]], τὸ (Α)<br />μικρό [[κορίτσι]], [[κοριτσάκι]] («ὦ πονηρὰ κώρι' ἀθλίου πατρός», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρη]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[κόριον]] και [[κόρι]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[κορίαννο]] ή [[κορίανδρο]] («οὐλόμενόν γε [[ποτὸν]] κορίοιο», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κόριον]] ενυδρον» — το [[φυτό]] αδίαντο<br />β) «[[κόριον]] [[ἄγριον]]» — το [[φυτό]] [[καπνός]], το [[καπνόχορτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορίαννον]] κατ' αποκοπήν, λόγω παρετυμολογικής συνδέσεως με το [[κόρις]] «[[κοριός]]», που οφείλεται στην [[οσμή]] του φυτού].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόριον Medium diacritics: κόριον Low diacritics: κόριον Capitals: ΚΟΡΙΟΝ
Transliteration A: kórion Transliteration B: korion Transliteration C: korion Beta Code: ko/rion

English (LSJ)

(A), τό, Dim. of κόρη,

   A little girl, Lys.Fr.1.5 (ironically), Theoc.11.60; Megar. κώριον Ar.Ach.731.
κόριον (B), τό, shortd. for κορίαννον, Nic.Al.157, Th.874, PCair.Zen.292.16, al. (iii B. C.), PTeb.190 (i B. C.), Dsc.3.63, Gal.12.36: pl., Hp.Mul.1.66.    II κ. ἔνυδρον, = ἀδίαντον, Ps.-Dsc.4.134.    III κ. ἄγριον, = καπνός 11, ib.4.109.

German (Pape)

[Seite 1486] τό, 1) dim. von κόρη, Mägdlein; Theocr. 11, 60; Ath. XIII a. E.; s. κώριον. – 2) = κορίαννον, Nic. Al. 157 Th. 874.

Greek (Liddell-Scott)

κόριον: (Α), τό, ὑποκορ. τοῦ κόρη, μικρὸν κοράσιον, Λυσ. Ἀποσπ. 2, Θεόκρ. 11. 60· Δωρ. κώριον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 731.

French (Bailly abrégé)

1ου (τό) :
jeune fille.
Étymologie: κόρη.
2ου (τό) :
coriandre, plante.
Étymologie: DELG cf. κορίαννον.

Greek Monolingual

(I)
κόριον, δωρ. τ. κώριον, τὸ (Α)
μικρό κορίτσι, κοριτσάκι («ὦ πονηρὰ κώρι' ἀθλίου πατρός», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. -ιον].———————— (II)
κόριον και κόρι, τὸ (Α)
1. το φυτό κορίαννο ή κορίανδρο («οὐλόμενόν γε ποτὸν κορίοιο», Νίκ.)
2. φρ. α) «κόριον ενυδρον» — το φυτό αδίαντο
β) «κόριον ἄγριον» — το φυτό καπνός, το καπνόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορίαννον κατ' αποκοπήν, λόγω παρετυμολογικής συνδέσεως με το κόρις «κοριός», που οφείλεται στην οσμή του φυτού].