κορυζώδης: Difference between revisions

21
(6_8)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορῠζώδης''': -ες, πάσχων ἐκ κορύζης, κατάρρου, ἀπὸ κεφαλῆς Ἱππ. Ἐπιδημ. 1175Α.
|lstext='''κορῠζώδης''': -ες, πάσχων ἐκ κορύζης, κατάρρου, ἀπὸ κεφαλῆς Ἱππ. Ἐπιδημ. 1175Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορυζώδης]], -ῶδες (Α)<br />αυτός που έχει [[συνάχι]], που πάσχει από ρινικό κατάρρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
}}
}}