κρικούμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source
(21)
(No difference)

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Greek Monolingual

κρικοῡμαι, -όομαι (Α) κρίκος
ασφαλίζομαι με κρίκο («ὁπλίζουσι δὲ καὶ τὰς γυναῑκας, ὧν αἱ πλείους κεκρίκωνται τὸ χεῑλος τοῡ στόματος χαλκῷ κρίκῳ», Στράβ.).