κόχλος: Difference between revisions

3,261 bytes added ,  29 September 2017
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> grand coquillage en spirale;<br /><b>2</b> conque marine.<br />'''Étymologie:''' DELG rapport évident avec [[κόγχος]], [[κόγχη]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> grand coquillage en spirale;<br /><b>2</b> conque marine.<br />'''Étymologie:''' DELG rapport évident avec [[κόγχος]], [[κόγχη]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[κόχλος]])<br /><b>1.</b> θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για [[παρασκευή]] της πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, [[οἷον]] οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», <b>Αριστοτ.</b> β. «κόχλους δὲ ἐς βαφὴν πορφύρας παρέχεται», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κοχλίας]], το [[σαλιγκάρι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βαφή]] για τα μάτια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μουσ.</b> ελικοειδές όστρακο που χρησιμοποιούνταν ως [[σάλπιγγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται, όπως και το [[κόγχος]], στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>konkho</i>- «[[μύδι]], [[κοχύλι]]», με [[απώλεια]] του έρρινου στοιχείου, που παρατηρείται και στο νεοελλ. [[κοχύλι]]. Εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>λο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στρεβ</i>-<i>λό</i>-<i>ς</i>, <i>τυφ</i>-<i>λό</i>-<i>ς</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοχλίας]], [[κοχλιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοχλίον]], [[κοχλίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοχλωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κοχλοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοχλογέννητος]]].———————— <b>(II)</b><br />και [[χόχλος]], ο<br />[[κοχλασμός]] («σαν το θερμό στα κάρβουνα που ο [[χόχλος]] το φουσκώνει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. <span style="color: red;"><</span> [[κοχλάζω]].———————— <b>(III)</b><br />[[κόχλος]], ὁ (Μ)<br /><b>πιθ.</b> [[φαρμακευτική]] [[σκόνη]] ή [[τρίμμα]] κάποιου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τη λ. [[κόχλος]] (Ι). Έτσι ονομάστηκε το [[φυτό]] <i>άγχουσα</i>, κν. <i>βαφόρριζα</i>, που τριμμένο σε λεπτότατη [[σκόνη]] χρησίμευε στην [[παρασκευή]] ερυθρών χρωμάτων που αντικαθιστούσαν την [[πορφύρα]] [[αλλά]] και ως [[ψιμύθιο]] τών [[γυναικών]]. Έτσι η [[σκόνη]] πήρε την ονομ. [[κόχλος]] «[[κοχύλι]]», [[επειδή]] από κοχύλια παρασκευαζόταν η αληθινή [[πορφύρα]], [[αλλά]] και με παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το αραβ. <i>kohhol</i>, που δήλωνε [[κάθε]] λεπτή χημική ή [[φαρμακευτική]] [[σκόνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[κοχλίζομαι]]].
}}
}}