κραταιόχειρ: Difference between revisions

21
(6_22)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κραταιόχειρ''': χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κραταιὰν χεῖρα, [[κυρίως]] καὶ μεταφ., Κ. Μανασσ. Χρον. 27, 77.
|lstext='''κραταιόχειρ''': χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κραταιὰν χεῖρα, [[κυρίως]] καὶ μεταφ., Κ. Μανασσ. Χρον. 27, 77.
}}
{{grml
|mltxt=[[κραταιόχειρ]], -ειρος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει [[δυνατά]] χέρια, [[κραταιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραταιός]] <span style="color: red;">+</span> [[χείρ]], <i>χειρός</i> (<i>ἡ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αριστερό</i>-[[χειρ]], <i>μονό</i>-[[χειρ]]].
}}
}}