κροκοείμων: Difference between revisions

22
(6_16)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κροκοείμων''': -ον, γεν. ονος, ἐνδεδυμένος κροκοβαφὲς [[ἔνδυμα]], Σχόλ. Ἰλ. Θ. 1.
|lstext='''κροκοείμων''': -ον, γεν. ονος, ἐνδεδυμένος κροκοβαφὲς [[ἔνδυμα]], Σχόλ. Ἰλ. Θ. 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[κροκοείμων]], -όειμον (Α)<br />ο ντυμένος με [[ένδυμα]] βαμμένο με κρόκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>είμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἷμα]] «[[ένδυμα]]»), πρ<b>βλ.</b> <i>δροσο</i>-<i>είμων</i>, <i>πτερο</i>-<i>είμων</i>].
}}
}}