κυλίνδω: Difference between revisions

4,154 bytes added ,  29 September 2017
22
(SL_2)
(22)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κῠλίνδω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[roll]], [[toss]] πέτρας [[φοίνισσα]] κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα (P. 1.24) Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ [[παντᾷ]] κυλινδόμενον (P. 2.23) κυλινδέσκοντό (sc. πέτραι) τε κραιπνότεραι ἢ ἀνέμων [[στίχες]] (P. 4.209) met., αἵ γε μὲν [[ἀνδρῶν]] πόλλ' [[ἄνω]], τὰ δ αὖ [[κάτω]] κυλίνδοντ ἐλπίδες (O. 12.6) φθονερὰ δ' [[ἄλλος]] ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει [[χαμαὶ]] πετοῖσαν exercises (N. 4.40) αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν as the days [[roll]] by (I. 3.18)
|sltr=<b>κῠλίνδω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[roll]], [[toss]] πέτρας [[φοίνισσα]] κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα (P. 1.24) Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ [[παντᾷ]] κυλινδόμενον (P. 2.23) κυλινδέσκοντό (sc. πέτραι) τε κραιπνότεραι ἢ ἀνέμων [[στίχες]] (P. 4.209) met., αἵ γε μὲν [[ἀνδρῶν]] πόλλ' [[ἄνω]], τὰ δ αὖ [[κάτω]] κυλίνδοντ ἐλπίδες (O. 12.6) φθονερὰ δ' [[ἄλλος]] ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει [[χαμαὶ]] πετοῖσαν exercises (N. 4.40) αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν as the days [[roll]] by (I. 3.18)
}}
{{grml
|mltxt=[[κυλίνδω]] και κυλινδῶ, -έω (AM)<br /><b>1.</b> [[κινώ]] ή [[κυλώ]] [[κάτι]] («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταφέρω]], [[φέρνω]] («κυλίνδετ' [[εἴσω]] τόνδε τὸν δυσδαίμονα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ανακινώ]] στη [[σκέψη]] μου («φθονερή δ' [[ἄλλος]] [[ἀνήρ]] βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ κυλίνδει», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> (και μτφ.) [[απομακρύνω]], [[μετακινώ]]<br /><b>5.</b> [[επιφέρω]] [[κάτι]] [[κακό]] («[[πῆμα]] θεὸς Δαναοῑσι κυλίνδει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> (μέσ. και παθ.) <i>κυλίνδομαι</i> και <i>κυλινδούμαι</i><br />α) περιστρέφομαι, περιδινούμαι, [[στριφογυρνώ]] (α. «Ἰξίονα... ἐν πτερόεντι τροχῷ [[παντᾷ]] κυλινδόμενον», <b>Πίνδ.</b><br />β. «[νεφέλαι] βροντῶσιν κυλινδόμεναι», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) ταλαντεύομαι, [[είμαι]] [[ασταθής]], κινούμαι [[ανάμεσα]] σε διαφορετικά ή αντίθετα πράγματα («τά τών πολλών πολλὰ [[νόμιμα]] καλοῡ τε πέρι καὶ τῶν ἄλλων [[μεταξύ]] που κυλινδεῑται τοῡ τε μή ὄντος και τοῡ ὄντος εἰλικρινῶς», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[πέφτω]] [[καταγής]], στο [[χώμα]]<br />δ) <b>(ειδ.)</b> κυλιέμαι στο [[έδαφος]] από [[στενοχώρια]], από [[θλίψη]] («αὐτὰρ [[ἐπεὶ]] κλαίων τε κυλινδόμενος τ' ἐκορέσθην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />ε) (για τον χρόνο) [[παρέρχομαι]], [[φεύγω]] («αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ' ἐξάλλαξεν», <b>Πίνδ.</b>)<br />στ) περιπλανιέμαι, [[τριγυρνώ]] (α. «ἡ τοιαύτη [[ψυχή]]... περὶ τὰ μνήματά τε καὶ τοὺς τάφους κυλινδουμένη», <b>Πλάτ.</b><br />β. «παραλαβοῡσα αὐτῶν τήν ψυχήν ἡ [[φιλοσοφία]]... ἐν πάσῃ ἀμαθίᾳ κυλινδουμένην», <b>Πλάτ.</b>)<br />ζ) (για [[λόγια]]) μεταδίδομαι από [[στόμα]] σε [[στόμα]], διαδίδομαι, διαλαλούμαι («[[ὅταν]] δὲ [[ἅπαξ]] [[γραφή]], κυλινδεῑται μὲν πανταχοῡ πᾱς [[λόγος]] ὁμοίως παρὰ τοῑς ἐπαΐουσιν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κυλ</i>-<i>ίνδω</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>kel</i>- «[[στρέφω]], [[ακουμπώ]], [[κυρτός]]» και συνδέεται με το [[κυλλός]], ενώ το [[πρόσφυμα]] -<i>νδ</i>- [[είναι]] ανερμήνευτο (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>αλίνδω</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με το [[κύκλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κυλίνδησις]], [[κύλινδρος]], [[κύλισις]], [[κύλισμα]], [[κυλιστήριον]], [[κυλιστός]], [[κυλίστρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυλινδήθρα]], [[κυλιστικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυλισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αμφικυλίνδω</i>, [[ανακυλίνδω]], [[εγκυλίνδω]], [[εισκυλίνδω]], [[εκκυλίνδω]], [[κατακυλίνδω]], [[μετακυλίνδω]], [[συναποκυλίνδω]].
}}
}}