λαγώειος: Difference between revisions

22
(6_4)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰγώειος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς λαγωόν, Ὀππ. Κυν. 1. 491, 519.
|lstext='''λᾰγώειος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς λαγωόν, Ὀππ. Κυν. 1. 491, 519.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαγώειος]], -εία, -ον (Α) [[λαγώς]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό.
}}
}}