μηχανοποιός: Difference between revisions

25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui fabrique des machines de guerre, ingénieur.<br />'''Étymologie:''' [[μηχανή]], [[ποιέω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui fabrique des machines de guerre, ingénieur.<br />'''Étymologie:''' [[μηχανή]], [[ποιέω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μηχανοποιός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κατασκευάζει μηχανές, ο [[μηχανουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατασκευάζει πολεμικές μηχανές<br /><b>2.</b> ο [[μηχανικός]] του θεάτρου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[δράστης]] ή [[αίτιος]] μιας κατάστασης από δική του [[επίνοια]] και [[ενέργεια]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μηχανοποιὸν [[πλῆθος]]» — [[πλήθος]] πολιορκητικών μηχανών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}