μόργνυμι: Difference between revisions

25
(6_2)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μόργνῡμι''': [[ὀμόργνυμι]], μόνον κατὰ μέσ. ἀόρ. μόρξαντο, μορξάμενοι Κόϊντ. Σμ. 4. 270, 374.
|lstext='''μόργνῡμι''': [[ὀμόργνυμι]], μόνον κατὰ μέσ. ἀόρ. μόρξαντο, μορξάμενοι Κόϊντ. Σμ. 4. 270, 374.
}}
{{grml
|mltxt=[[μόργνυμι]] (Α)<br />[[ομόργνυμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμόργνυμι]], «[[σφουγγίζω]]» με σίγηση του αρκτικού άτονου ο·].
}}
}}