λυκαυγής: Difference between revisions

23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />crépuscule ; τὸ λυκαυγές le crépuscule.<br />'''Étymologie:''' *λύκη, [[αὐγή]].
|btext=ής, ές :<br />crépuscule ; τὸ λυκαυγές le crépuscule.<br />'''Étymologie:''' *λύκη, [[αὐγή]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[λυκαυγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[λυκαυγές]]<br />το [[χρονικό]] [[διάστημα]] λίγο [[πριν]] από την [[ανατολή]] του ηλίου, [[καθώς]] και το διάχυτο φως που υπάρχει στην [[ατμόσφαιρα]] αυτή την ώρα («οὐδ' [[ἡμέρα]] [[πάνυ]] [[λαμπρά]], ἀλλὰ [[καθάπερ]] τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>μτφ.</b> το [[ξεκίνημα]] μιας περιόδου («το [[λυκαυγές]] της ζωής» — η πρώτη [[νεότητα]], η εφηβική [[ηλικία]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[σούρουπο]], το [[σουρούπωμα]], το [[λυκόφως]] («[[σκότος]] ἔχουσαν [τὴν [[νύκτα]]] ἐλαφρὸν καὶ λυκαυγὲς ἀπὸ δυσμῶν περιλαμπόμενον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκη]] «[[χάραμα]], [[ξημέρωμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i>, -<i>ές</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]] ή <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο [[αὖγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυαν</i>-<i>αυγής</i>, <i>πυρ</i>-<i>αυγής</i>].
}}
}}