μάρμαρος: Difference between revisions

24
(T22)
(24)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=μαρμάρου, ὁ, ἡ ([[μαρμαίρω]] to [[sparkle]], [[glisten]]);<br /><b class="num">1.</b> a [[stone]], [[rock]] ([[Homer]], [[Euripides]]).<br /><b class="num">2.</b> [[marble]] (cf. Epistle Jer. Epistle of Theophrastus, Strabo, others): Revelation 18:12.
|txtha=μαρμάρου, ὁ, ἡ ([[μαρμαίρω]] to [[sparkle]], [[glisten]]);<br /><b class="num">1.</b> a [[stone]], [[rock]] ([[Homer]], [[Euripides]]).<br /><b class="num">2.</b> [[marble]] (cf. Epistle Jer. Epistle of Theophrastus, Strabo, others): Revelation 18:12.
}}
{{grml
|mltxt=[[μάρμαρος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[πέτρα]] κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως<br /><b>2.</b> το [[μάρμαρο]]<br /><b>3.</b> [[έργο]], [[καλλιτέχνημα]] από [[μάρμαρο]]<br /><b>4.</b> [[πέτρα]] τάφου, [[ταφόπετρα]]<br /><b>5.</b> κομμάτια που σπάζουν [[καθώς]] κόβεται ή πελεκιέται το [[μάρμαρο]]<br /><b>6.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μάρμαρος]], -<i>ον</i><br />αυτός που λάμπει, που αστράφτει («λαβὼν δ' ἀφῆκε [[μάρμαρον]] πέτρον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχική σημ. της λ. [[μάρμαρος]] «[[πέτρα]], [[απότομος]] [[βράχος]]» οδηγεί στο θ. του ρήματος [[μάρναμαι]] «[[μάχομαι]], [[πολεμώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>rupes</i> «[[κρημνός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>rump</i><i>ō</i> «[[συντρίβω]], [[κομματιάζω]]») και συνδέει τον τ. με αρχ. ινδ. <i>mrnati</i> «[[συντρίβω]]». Στους ελληνιστικούς χρόνους η λ. συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. [[μαρμαίρω]] «[[λάμπω]], [[αστράφτω]]», λόγω της αστραφτερής χροιάς του μαρμάρου. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>[[πρβλ]].</b> <i>marmor</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μαρμαρικός]], [[μαρμάρινος]], [[μάρμαρο]], [[μαρμαρώδης]], [[μαρμαρώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαρμαράριος]], [[μαρμάρεος]] (II), <i>μαρμαρίτης</i>, [[μαρμαρόεις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό [[μάρμαρος]] / [[μάρμαρο]]) [[μαρμαρογλύπτης]], [[μαρμαρογλυφία]], [[μαρμαροποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαρμαρόπαιστος]], [[μαρμαρόπτερος]], [[μαρμαροφεγγής]], [[μαρμαρώπις]], [[μαρμαρωπός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαρμαρεργατώ]], <i>μαρμαρογεγλυμμένος</i>, <i>μαρμαροθεμελίωτος</i>, <i>μαρμαροκουβουκλοσκέπαστος</i>, [[μαρμαροκτισμένος]], <i>μαρμαροπλουμισμένος</i>, <i>μαρμαροσυνθεμένος</i>, [[μαρμαροτόρνευτος]], [[μαρμαρουργός]], <i>μαρμαροχιονόδοντος</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μαρμαροτράχηλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαρμαρογλύφος]], [[μαρμαροδίμιτο]], [[μαρμαροδουλειά]], [[μαρμαροειδής]], [[μαρμαροθέτημα]], [[μαρμαροκολόνα]], [[μαρμαροκονία]], [[μαρμαροκονίαμα]], [[μαρμαροκονίαση]], [[μαρμαρόκτιστος]], [[μαρμαρόμαντρα]], [[μαρμαροπελεκητός]], [[μαρμαροπρίστης]], [[μαρμαροστρώνω]], [[μαρμαροχυτός]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>κηρομάρμαρον</i>, <i>περιμάρμαρον</i>, <i>πυριμάρμαρον</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καλλιμάρμαρος]]].
}}
}}