λαμπρόμαλλος: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
(6_17)
 
(22)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαμπρόμαλλος''': -ον, ἔχων λαμπρὰ μαλλία, Σχολ. εἰς Ἰλ. Γ. 198, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἀργεννάων.
|lstext='''λαμπρόμαλλος''': -ον, ἔχων λαμπρὰ μαλλία, Σχολ. εἰς Ἰλ. Γ. 198, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἀργεννάων.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαμπρόμαλλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λαμπερά μαλλιά.
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λαμπρόμαλλος: -ον, ἔχων λαμπρὰ μαλλία, Σχολ. εἰς Ἰλ. Γ. 198, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἀργεννάων.

Greek Monolingual

λαμπρόμαλλος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπερά μαλλιά.