λαρός: Difference between revisions

1,288 bytes added ,  29 September 2017
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />agréable au goût, délicieux;<br /><i>Cp.</i> λαρότερος ; <i>Sp.</i> λαρώτατος, <i>épq. p.</i> λαρότατος.<br />'''Étymologie:''' R. ΛαϜ ; cf. *[[λάω]], [[ἀπολαύω]].
|btext=ός, όν :<br />agréable au goût, délicieux;<br /><i>Cp.</i> λαρότερος ; <i>Sp.</i> λαρώτατος, <i>épq. p.</i> λαρότατος.<br />'''Étymologie:''' R. ΛαϜ ; cf. *[[λάω]], [[ἀπολαύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λαρός]], -όν (Α)<br />[[ευχάριστος]] στη [[γεύση]], στην [[οσμή]], στην όψη ή στην [[ακοή]] (α. «λαρώτατος [[οἶνος]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «λαρὸν [[ἔπος]]», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[υπερθετικός]] του επιθ. <i>λᾱρώτατος</i> με το -<i>ω</i>- της κατάλ. αφήνει να εννοηθεί ότι το -<i>α</i>- του τ. θα [[πρέπει]] στην αρχική του [[μορφή]] να ήταν βραχύ και ότι το μακρό -<i>α</i>- του <i>λᾶρός</i> έχει προέλθει από [[συναίρεση]]. Το [[γεγονός]] ότι στον Όμηρο το μακρό αυτό -<i>α</i>- βρίσκεται [[πάντοτε]] σε χρόνο ασθενή επιτρέπει να αναλυθεί σε δύο βραχέα και ο τ. να αναχθεί σε <i>λă</i>(<i>F</i>)[[αρός]] ή <i>λă</i>(<i>F</i>)<i>ερός</i>. Με αυτήν τη [[μορφή]] [[πλέον]] ο τ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>l</i><i>ā</i><i>u</i>- και συνδέεται με τους τ. [[απολαύω]], [[λεία]].
}}
}}