λάφνη: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(6_10)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάφνη''': ἡ, «[[δάφνη]]. Περγαῖοι» Ἡσύχ.
|lstext='''λάφνη''': ἡ, «[[δάφνη]]. Περγαῖοι» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λάφνη]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[δάφνη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάφνη]], με [[τροπή]] του <i>δ</i> σε <i>λ</i>-].
}}
}}

Revision as of 07:30, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λάφνη: ἡ, «δάφνη. Περγαῖοι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λάφνη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «δάφνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη, με τροπή του δ σε λ-].