λειτούργημα: Difference between revisions

22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> accomplissement d’un service public;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> accomplissement d’un service <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[λειτουργέω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> accomplissement d’un service public;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> accomplissement d’un service <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[λειτουργέω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[λειτούργημα]]) [[λειτουργώ]]<br />[[δημόσια]] [[υπηρεσία]] η οποία ασκείται [[υπέρ]] του λαού ή της πολιτείας<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προσφορά]] υπηρεσίας χρήσιμης στο κοινωνικό [[σύνολο]] («το [[επάγγελμα]] του εκπαιδευτικού [[είναι]] [[λειτούργημα]]»)<br />(νεο-ελλ.-μσν.) το [[σύνολο]] τών καθηκόντων, το [[αξίωμα]] του λειτουργού, [[ιδίως]] του δημόσιου<br /><b>αρχ.</b><br />η [[εκτέλεση]] του τυπικού της θείας λατρείας.
}}
}}