ληκύθιον: Difference between revisions

23
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petite fiole à huile.<br />'''Étymologie:''' [[λήκυθος]].
|btext=ου (τό) :<br />petite fiole à huile.<br />'''Étymologie:''' [[λήκυθος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ληκύθιον]], τὸ (Α) [[λήκυθος]]<br /><b>1.</b> μικρό [[δοχείο]], [[φιαλίδιο]] για [[λάδι]] ή [[μύρο]]<br /><b>2.</b> ονομ. της τροχαϊκής εφθημιμερίδος που προήλθε από τον στίχο του <b>Αριστοφ.</b> <i>ληκύ</i>/<i>θιον απ</i>/<i>ώλεσ</i>/<i>εν</i> (Βάτρ. 1246).
}}
}}