λοξόπορος: Difference between revisions

23
(6_18)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοξόπορος''': -ον, ὁ πορευόμενος λοξῶς, ἐπὶ τοῦ ζῳδιακοῦ Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 573. 8.
|lstext='''λοξόπορος''': -ον, ὁ πορευόμενος λοξῶς, ἐπὶ τοῦ ζῳδιακοῦ Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 573. 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[λοξόπορος]], -ον (Α)<br />(για τη [[σελήνη]]) αυτός που πορεύεται [[λοξά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αραιό</i>-<i>πορος</i>, <i>στενό</i>-<i>πορος</i>)].
}}
}}