λοπίζω: Difference between revisions

23
(6_1)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοπίζω''': (λοπὸς) ἀφαιρῶ τὸν φλοιόν, «ξεφλουδίζω» ([[μετὰ]] διαφ. γραφῆς [[λεπίζω]], ἣν ὁ Φώτιος ἀποδοκιμάζει), Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 1 καὶ 4. - Καθ’ Ἡσύχ. «λοπίξαι. λαμπρῦναι. ἢ λεπιδῶσαι».
|lstext='''λοπίζω''': (λοπὸς) ἀφαιρῶ τὸν φλοιόν, «ξεφλουδίζω» ([[μετὰ]] διαφ. γραφῆς [[λεπίζω]], ἣν ὁ Φώτιος ἀποδοκιμάζει), Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 1 καὶ 4. - Καθ’ Ἡσύχ. «λοπίξαι. λαμπρῦναι. ἢ λεπιδῶσαι».
}}
{{grml
|mltxt=[[λοπίζω]] (Α) [[λοπίς]]<br />[[αφαιρώ]] τον φλοιό, [[ξεφλουδίζω]].
}}
}}