λυσσοδίωκτος: Difference between revisions

23
(6_17)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λυσσοδίωκτος''': -ον, καταδιωκόμενος ὑπὸ μανίας, Ξεν. Ἐφ. 1, 6.
|lstext='''λυσσοδίωκτος''': -ον, καταδιωκόμενος ὑπὸ μανίας, Ξεν. Ἐφ. 1, 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυσσοδίωκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που διώκεται, που κατέχεται από [[μανία]], [[ιδίως]] ερωτική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίωκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διώκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-<i>δίωκτος</i>, <i>λυκο</i>-<i>δίωκτος</i>].
}}
}}