μαρίλη: Difference between revisions

24
(Bailly1_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />petit charbon, braise ; cendre brûlante.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μαρμαίρω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[σποδός]], [[ἄνθραξ]].
|btext=ης (ἡ) :<br />petit charbon, braise ; cendre brûlante.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μαρμαίρω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[σποδός]], [[ἄνθραξ]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[μαρίλη]] και μαρίλα)<br /><b>1.</b> [[τέφρα]], [[στάχτη]] η οποία παράγεται από κάρβουνα που καίγονται<br /><b>2.</b> λεπτή [[σκόνη]] από [[κάρβουνο]], [[καρβουνόσκονη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />λεπτή [[σκόνη]] από ξυλάνθρακες που χρησιμοποιείται για την [[παρασκευή]] πυρίτιδας<br /><b>αρχ.</b><br />διάπυρη [[τέφρα]], [[χόβολη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λέξεις [[μαρίλη]] και [[μαριεύς]] πιθ. έχουν παραχθεί από το θ. του [[μαρμαίρω]] «[[λάμπω]], [[αστράφτω]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[μαρίλη]], που διορθώθηκε σε <i>μαρείνη</i>, συνδέεται με το ρ. [[μαραίνω]].
}}
}}