μαστιγονόμος: Difference between revisions

24
(Bailly1_3)
(24)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />inspecteur de police armé d’un fouet.<br />'''Étymologie:''' [[μάστιξ]], [[νέμω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />inspecteur de police armé d’un fouet.<br />'''Étymologie:''' [[μάστιξ]], [[νέμω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μαστιγονόμος]], ον (Α)<br />κατώτερο [[αστυνομικός]] [[υπάλληλος]] ή [[κλητήρας]] εφοδιασμένος με [[μαστίγιο]], ο [[οποίος]] είχε ως [[καθήκον]] την [[τήρηση]] της τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάστιξ]], -<i>ιγος</i> <span style="color: red;">+</span> [[νόμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσο</i>-[[νόμος]], <i>σιτο</i>-[[νόμος]])].
}}
}}