ματαιοπώγων: Difference between revisions

24
(6_15)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰταιοπώγων''': ὁ, ὁ [[μάτην]] ἔχων πώγωνα, Σχόλ. εἰς Θεόκριτ. 14. 28.
|lstext='''μᾰταιοπώγων''': ὁ, ὁ [[μάτην]] ἔχων πώγωνα, Σχόλ. εἰς Θεόκριτ. 14. 28.
}}
{{grml
|mltxt=[[ματαιοπώγων]], -ονος, ὁ (Α)<br />αυτός για τον οποίο δεν [[ενδιαφέρομαι]] αν θα μεγαλώσει και θα βγάλει γένεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «[[γενειάδα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ασπρο</i>-[[πώγων]])].
}}
}}