μεγαλοπραγμοσύνη: Difference between revisions

24
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />penchant à faire de grandes choses.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλοπράγμων]].
|btext=ης (ἡ) :<br />penchant à faire de grandes choses.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλοπράγμων]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[μεγαλοπραγμοσύνη]]) [[μεγαλοπράγμων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενασχόληση]] με μεγάλα, με σπουδαία έργα<br /><b>2.</b> η [[επιδίωξη]] μεγάλων πραγμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />η [[διάθεση]] για μεγάλα έργα.
}}
}}