μελανόθριξ: Difference between revisions

24
(6_22)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μελαίνας τρίχας, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955, Ἀριστ., κτλ.
|lstext='''μελᾰνόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μελαίνας τρίχας, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955, Ἀριστ., κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, η (ΑM [[μελανόθριξ]] και [[μελάνθριξ]], -τριχος)<br />αυτός που έχει μαύρες [[τρίχες]], [[μαυρομάλλης]] («νέοι... [[ἰθύτριχες]], μελανότριχες», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[θριξ]], <i>τριχός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-[[θριξ]])].
}}
}}