3,273,768
edits
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> changeant ; <i>en parl. d’animaux</i> nomade;<br /><b>2</b> qui peut produire un changement;<br /><b>3</b> qui concerne les échanges ; ἡ μεταβλητική ([[τέχνη]]) <i>ou</i> τὸ μεταβλητικόν l’art des échanges, du commerce.<br />'''Étymologie:''' [[μεταβλητός]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> changeant ; <i>en parl. d’animaux</i> nomade;<br /><b>2</b> qui peut produire un changement;<br /><b>3</b> qui concerne les échanges ; ἡ μεταβλητική ([[τέχνη]]) <i>ou</i> τὸ μεταβλητικόν l’art des échanges, du commerce.<br />'''Étymologie:''' [[μεταβλητός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεταβλητικός]], δωρ. τ. μεταβλατικός, -ή, -όν (Α) [[μεταβλητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μεταβολή]] ή ο [[ικανός]] να επιφέρει [[μεταβολή]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[μεταβολή]], [[μεταβλητός]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με την [[ανταλλαγή]], με τη [[συναλλαγή]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ μεταβλητική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[συναλλαγή]], η [[εμπορία]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεταβλητικόν</i><br />(ενν. [[γένος]])<br />οι έμποροι, οι συναλλασσόμενοι<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «μεταβλητικά ζῷα» — τα ζώα που μετατοπίζονται, που αλλάζουν [[τόπο]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα μόνιμα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεταβλητικῶς</i> (Α)<br />με μεταβλητικό τρόπο, με τον τρόπο τών εμπόρων. | |||
}} | }} |