μετανάστιος: Difference between revisions

25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μετανάστης]].<br />'''Étymologie:''' [[μετανάστης]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μετανάστης]].<br />'''Étymologie:''' [[μετανάστης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μετανάστιος]], -ον (Α) [[μετανάστης]]<br />αυτός που περιπλανιέται από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]], περιπλανώμενος, [[πλάνης]].
}}
}}