μολούω: Difference between revisions

25
(6_19)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μολούω''': ὅρα [[μολεύω]]. ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ.: «μολούειν· «ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας».
|lstext='''μολούω''': ὅρα [[μολεύω]]. ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ.: «μολούειν· «ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας».
}}
{{grml
|mltxt=[[μολούω]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μολούειν<br />ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του [[μολεύω]] (ΙΙ), πιθ. κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το [[κολούω]].
}}
}}