μιμηλάζω: Difference between revisions

25
(6_2)
(25)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μιμηλάζω''': [[μιμέομαι]], [[μετὰ]] δοτ., Φίλων 1. 557· ἀπολ., φέρομαι ὡς [[μῖμος]], [[αὐτόθι]] 610, [[ἔνθα]] μιμηλίζοντες· ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. μόνον [[μιμηλάζω]].
|lstext='''μιμηλάζω''': [[μιμέομαι]], [[μετὰ]] δοτ., Φίλων 1. 557· ἀπολ., φέρομαι ὡς [[μῖμος]], [[αὐτόθι]] 610, [[ἔνθα]] μιμηλίζοντες· ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. μόνον [[μιμηλάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μιμηλάζω]] (Α) [[μιμηλός]]<br />[[μιμούμαι]] («μιμηλάζοντες καὶ παρακόπτοντες τὸ δόκιμον [[νόμισμα]]», Φίλ.).
}}
}}