Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μίνυνθα: Difference between revisions

From LSJ
(Autenrieth)
(25)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[for]] a [[little]], a [[little]] [[while]].
|auten=[[for]] a [[little]], a [[little]] [[while]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μίνυνθα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε μικρή [[ποσότητα]]<br /><b>2.</b> για λίγο χρόνο («[[μίνυνθα]] δὲ γίγνεται ἥβης [[καρπός]]», Μίμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μινυ</i>- του [[μινύθω]] «[[περικόπτω]], [[ελαττώνω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>θα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δηθά]]). Το -<i>ν</i>- του <i>μίνυ</i>-<i>ν</i>-<i>θα</i> οφείλεται σε μετρικούς λόγους (<b>βλ.</b> [[μινύθω]])].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίνυνθᾰ Medium diacritics: μίνυνθα Low diacritics: μίνυνθα Capitals: ΜΙΝΥΝΘΑ
Transliteration A: mínyntha Transliteration B: minyntha Transliteration C: minyntha Beta Code: mi/nunqa

English (LSJ)

[ῐ], Adv.

   A a short time, in Hom. mostly in phrase, μ. περ οὔ τι μάλα δήν Il.1.416, Od.22.473; μ. δέ οἱ γένεθ' ὁρμή but short-lived was his effort, Il.4.466; οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ μ. Od.15.494; μ. δὲ γίγνεται ἥβης καρπός Mimn.2.7; μ. δέ μοι ψυχὰ γλυκεῖα B.5.151; τὴν δ' οὔτι μ. περ εὔνασεν ὕπνος A.R.4.1060.

German (Pape)

[Seite 188] (μινύς), ein wenig, oft bei Hom.; μίνυνθα δὲ χάζετο δουρός, Il. 11, 539; bes. von der Zeit, ἤσπαιρον δὲ πόδεσσι μίνυνθά περ, σὔτι μάλα δήν, Od. 22, 473, öfter; καδδραθέτην οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ μίνυνθα, 15, 493. Man nimmt ein altes subst. μίνυνς an, zu dem es der acc. sein soll.

Greek (Liddell-Scott)

μίνυνθᾰ: [ῐ], Ἐπίρρ., ὀλίγον, πολὺ ὀλίγον, συχν. παρ’ Ὁμ., ὅστις ἔχει αὐτὸ καὶ ἐπὶ χρόνου, καὶ μάλιστα ἐν τῇ φράσει, μίνυνθά περ, οὔτι μάλα δήν, ἐπ’ ὀλίγον χρόνον, οὐκέτι σφόδρα ἐπὶ πολύν, Ἰλ. Α. 416, Ὀδ. Χ. 473· μίνυνθα δέ οἱ γένεθ’ ὁρμή, ἐπ’ ὀλίγον διήρκεσεν ἡ προσπάθεια αὐτοῦ, Ἰλ. Δ. 466· οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ μ. Ὀδ. Ο. 494· μίνυνθα δέ μοι ψυχὰ γλυκεῖα Βακχυλ. V, 151, ἔνθα ἴδε σημ. Kenyon. - Λέξις κυρίως Ἐπική: λέγεται δὲ ὅτι εἶναι αἰτ. ἀρχαίου οὐσιαστικοῦ μίνυνς. - (Ἴδε ἐν λέξ. μινύθω).

French (Bailly abrégé)

adv.
1 peu ou un peu;
2 pour peu de temps.
Étymologie: μινύθω.

English (Autenrieth)

for a little, a little while.

Greek Monolingual

μίνυνθα (Α)
επίρρ.
1. σε μικρή ποσότητα
2. για λίγο χρόνο («μίνυνθα δὲ γίγνεται ἥβης καρπός», Μίμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυ- του μινύθω «περικόπτω, ελαττώνω» + κατάλ. -θα (πρβλ. δηθά). Το -ν- του μίνυ-ν-θα οφείλεται σε μετρικούς λόγους (βλ. μινύθω)].