μονωτικός: Difference between revisions

25
(6_11)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονωτικός''': -ή, -όν, μεμονωμένος, [[βίος]] Φίλων 1. 549.
|lstext='''μονωτικός''': -ή, -όν, μεμονωμένος, [[βίος]] Φίλων 1. 549.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μονωτικός]], -ή, -όν) [[μονώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απομονώνει [[κάτι]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] για [[μόνωση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μονωτικά υλικά»<br />i) <b>τεχνολ.</b> υλικά τα οποία χρησιμοποιούνται για την [[ακουστική]] ή θερμική [[μόνωση]] ενός χώρου ή για τη [[μόνωση]] ενός ρευματοφόρου αγωγού<br />ii) <b>(ηλεκτρ.)</b> ουσίες ή σώματα τών οποίων η ηλεκτρική [[αγωγιμότητα]] [[είναι]] πρακτικά ίση με [[μηδέν]] ή πολύ [[ασθενής]]<br />β) «μονωτική [[ταινία]]» — [[ταινία]] που χρησιμοποιείται για [[μόνωση]] ηλεκτροφόρων καλωδίων<br /><b>αρχ.</b><br />[[μονήρης]], [[μοναχικός]] (α. «μονωτικὸς καὶ ἀνιαρὸς [[βίος]]», Φίλ.- β. «μονωτικὰ ζῷα», Φίλ.).
}}
}}