μυρμηκίζω: Difference between revisions

26
(6_1)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυρμηκίζω''': [[αἰσθάνομαι]] ὡς νὰ περιπατῶσι μύρμηκες [[ἐπάνω]] μου, [[αἰσθάνομαι]] κνησμόν, φαγοῦραν, Γαλην. ΙΙ. [[ἕρπω]] ὡς οἱ μύρμηκες, Εὐστ. Πονημάτ. 176. 42.
|lstext='''μυρμηκίζω''': [[αἰσθάνομαι]] ὡς νὰ περιπατῶσι μύρμηκες [[ἐπάνω]] μου, [[αἰσθάνομαι]] κνησμόν, φαγοῦραν, Γαλην. ΙΙ. [[ἕρπω]] ὡς οἱ μύρμηκες, Εὐστ. Πονημάτ. 176. 42.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυρμηκίζω]] (ΑΜ, Μ και [[μυρμηγκίζω]]) [[μύρμηξ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προχωρώ]], [[έρπω]] όπως τα μυρμήγκια, [[δηλαδή]] δεν [[περπατώ]] σε [[ευθεία]] [[γραμμή]]<br /><b>2.</b> [[τσιμπώ]], [[προκαλώ]] [[φαγούρα]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[πολυάριθμος]], όπως τα μυρμήγκια, μυρμηκιάζω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] κνησμό, [[φαγούρα]]<br /><b>2.</b> (για τον σφυγμό) [[είμαι]] [[ταχύς]] και [[άτονος]].
}}
}}