3,270,629
edits
(6_19) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτερευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ θηρεύων ἢ ἁλιεύων ἐν καιρῷ νυκτός, Πλάτ. Νόμ. 824B. | |lstext='''νυκτερευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ θηρεύων ἢ ἁλιεύων ἐν καιρῷ νυκτός, Πλάτ. Νόμ. 824B. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νυκτερευτής]], o (Α) [[νυκτερευω]]<br />αυτός που κυνηγά ή ψαρεύει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας («νυκτερευτὴν δέ... [[μηδείς]]... ἑάσῃ μηδαμοῡ θηρεῡσαι», <b>Πλάτ.</b>). | |||
}} | }} |