ξενηδόκος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
(6_16)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενηδόκος''': -ον, = [[ξενοδόκος]], Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 402.
|lstext='''ξενηδόκος''': -ον, = [[ξενοδόκος]], Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 402.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενηδόκος]], ιων. τ. [[ξεινηδόκος]], -ον (Α)<br />[[ξενοδόκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεκρο</i>-[[δόκος]]. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ξενηδόκος: -ον, = ξενοδόκος, Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 402.

Greek Monolingual

ξενηδόκος, ιων. τ. ξεινηδόκος, -ον (Α)
ξενοδόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. νεκρο-δόκος. Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].