νευστός: Difference between revisions

27
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui nage ; νευστὴ [[ἐλαία]] LUC olive qui nage (conservée) dans la saumure.<br />'''Étymologie:''' [[νέω]]².<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κολυμβάς]], [[φθινοπωρίς]].
|btext=ή, όν :<br />qui nage ; νευστὴ [[ἐλαία]] LUC olive qui nage (conservée) dans la saumure.<br />'''Étymologie:''' [[νέω]]².<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κολυμβάς]], [[φθινοπωρίς]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν (Α [[νευστός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νευστό</i>(<i>ν</i>)<br />όρος της οικολογίας που αναφέρεται σε μικρούς έως μεσαίου μεγέθους οργανισμούς που ζουν [[επάνω]] στην [[επιφάνεια]] ή [[είναι]] συνδεδεμένοι με την [[κάτω]] [[επιφάνεια]] του επιφανειακού υμενίου ήρεμων νερών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «νευστὴ [[ἐλαία]]» — η [[ελιά]] που διατηρείται στην [[άλμη]], η [[κολυμπάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νευσ</i>- του <i>νέω</i> (Ι) «[[κολυμπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i>].
}}
}}