νηπίαχος: Difference between revisions

27
(Autenrieth)
(27)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[νήπιος]]. (Il.)
|auten=[[νήπιος]]. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=[[νηπίαχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[νηπιώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[νηπίαχος]]<br />το [[νήπιο]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>νηπίαχα</i><br />με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα («νηπίαχα φρονέων», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. [[εκφραστικός]] τ. του [[νήπιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αχος</i> (<b>πρβλ.</b> [[στόμαχος]]: [[στόμα]], [[ουραχός]]: [[ούρον]])].
}}
}}