νοσηματικός: Difference between revisions

27
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />maladif, malade.<br />'''Étymologie:''' [[νόσημα]].
|btext=ή, όν :<br />maladif, malade.<br />'''Étymologie:''' [[νόσημα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νοσηματικός]], -ή, -όν (Α) [[νόσημα]]<br /><b>1.</b> [[νοσηρός]], [[φιλάσθενος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νοσηματικά</i><br />τα νοσήματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσηματικῶς</i> (Α)<br />με νοσηματικό τρόπο, νοσηρά.
}}
}}