3,274,129
edits
(6_18) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτόβῐος''': -ον, ὁ ἔχων τὴν νύκτα ὡς ἡμέραν, δηλ. ὁ ζητῶν τὴν τροφήν του κατὰ τὴν νύκτα, ἐπὶ τῶν θηρίων ἐν γένει, Πρόκλ. | |lstext='''νυκτόβῐος''': -ον, ὁ ἔχων τὴν νύκτα ὡς ἡμέραν, δηλ. ὁ ζητῶν τὴν τροφήν του κατὰ τὴν νύκτα, ἐπὶ τῶν θηρίων ἐν γένει, Πρόκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[νυχτόβιος]], -α, -ο (Α [[νυκτόβιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που αναζητεί την [[τροφή]] του [[κατά]] τη [[νύχτα]] («νυκτόβιο [[είδος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ξενυχτά και γυρίζει [[σπίτι]] του τα χαράματα; Ξενύχτης<br /><b>αρχ.</b><br />[[νυκτίρεμβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θαλασσό</i>-<i>βιος</i>)]. | |||
}} | }} |