περίτρομος: Difference between revisions

32
(6_16)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίτρομος''': -ον, [[ὅλος]] τρέμων· [[περίφοβος]], [[περιδεής]], Ὀππ. Ἁλ. 2.309· ― Ἐπίρρ., περιτρόμως ἔχειν [[πρός]] τι Φαλάρ. Ἐπιστ. 7.
|lstext='''περίτρομος''': -ον, [[ὅλος]] τρέμων· [[περίφοβος]], [[περιδεής]], Ὀππ. Ἁλ. 2.309· ― Ἐπίρρ., περιτρόμως ἔχειν [[πρός]] τι Φαλάρ. Ἐπιστ. 7.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περίτρομος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που τρέμει [[ολόκληρος]] από φόβο, κατατρομαγμένος, [[περίφοβος]], [[περιδεής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[περιτρόμως]] ΜΑ<br />με πολύ φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρόμος]] (<b>πρβλ.</b> [[έντρομος]])].
}}
}}