παρακάλυμμα: Difference between revisions

30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> couverture, voile, tapisserie;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prétexte.<br />'''Étymologie:''' παρακαλύπτομαι.
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> couverture, voile, tapisserie;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prétexte.<br />'''Étymologie:''' παρακαλύπτομαι.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[παρακαλύπτω]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που αναρτάται [[μπροστά]] ή [[δίπλα]] σε [[κάτι]] για να το καλύπτει, [[παραπέτασμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[οτιδήποτε]] έχει τη [[δύναμη]] να καλύπτει μια [[κατάσταση]], συν. άσχημη («πλοῡτός ἐστι [[παρακάλυμμα]] τῶν κακῶν», Αντιφάν.)<br />β) [[πρόφαση]], [[πρόσχημα]] («τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}