παντορέκτης: Difference between revisions

30
(6_19)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παντορέκτης''': -ου, ὁ, ([[ῥέζω]]) [[παντουργός]], Ἀνακρεόντ. 10. 11, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42, Ἰουλιαν. 197Β. ΙΙ. (ὀρέγομαι) ὁ τῶν πάντων ὀρεγόμενος, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 1. 7 και 13.
|lstext='''παντορέκτης''': -ου, ὁ, ([[ῥέζω]]) [[παντουργός]], Ἀνακρεόντ. 10. 11, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42, Ἰουλιαν. 197Β. ΙΙ. (ὀρέγομαι) ὁ τῶν πάντων ὀρεγόμενος, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 1. 7 και 13.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[παντορέκτης]], ὁ, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να πράξει τα [[πάντα]] («οὐ [[θέλω]] συνοικεῑν Ἔρωτι παντορέκτα», Ανακρεόντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥέκτης]] «[[δραστήριος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ῥέζω]] «[[πράττω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κακο</i>-<i>ρρέκτης</i>].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />αυτός που επιθυμεί τα [[πάντα]], [[άπληστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀρέγω]] (<b>πρβλ.</b> <i>κακ</i>-<i>ορέκτης</i>)].
}}
}}