πολυπληθής: Difference between revisions

33
(6_8)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυπληθής''': -ές, πολὺς κατὰ τὸ [[πλῆθος]], [[πολυάριθμος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 519. 2) [[λίαν]] πεπληρωμένος, ἢ μεμιασμένος, ἢν πολυπληθὴς ὁ νοσέων ἔῃ Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1.
|lstext='''πολυπληθής''': -ές, πολὺς κατὰ τὸ [[πλῆθος]], [[πολυάριθμος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 519. 2) [[λίαν]] πεπληρωμένος, ἢ μεμιασμένος, ἢν πολυπληθὴς ὁ νοσέων ἔῃ Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει μεγάλο [[πλήθος]], ο [[πολυάριθμος]] («[[πολυπληθής]] [[συγκέντρωση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για άνθρωπο) [[πληθωρικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μυριο</i>-<i>πληθής</i>, <i>παμ</i>-<i>πληθής</i>].
}}
}}