οἰκετικός: Difference between revisions

28
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le service <i>ou</i> les serviteurs ; τὸ οἰκετικόν PLUT les gens, les domestiques.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέτης]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le service <i>ou</i> les serviteurs ; τὸ οἰκετικόν PLUT les gens, les domestiques.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέτης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκετικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[οικέτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οικέτη ή στα [[μέλη]] της οικογένειας («τὰς οἰκετικὰς χρείας ἐκτελεῑν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανατράφηκε στο [[σπίτι]], [[οικόσιτος]], [[σπιτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ οἰκετικόν</i><br />(<b>με περιλπτ. σημ.</b>) το [[σύνολο]] τών οικετών, τών δούλων («ἐκάλει ἐπ' ἐλευθερίᾳ τὸ οἰκετικόν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}