3,258,334
edits
(Autenrieth) |
(28) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[fate]], [[mostly]] in [[bad]] [[sense]], and [[usually]] [[with]] [[κακός]]. Without [[κακός]], Il. 9.563, Ω 3, Od. 8.489, 578. | |auten=[[fate]], [[mostly]] in [[bad]] [[sense]], and [[usually]] [[with]] [[κακός]]. Without [[κακός]], Il. 9.563, Ω 3, Od. 8.489, 578. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἶτος]], ὁ (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> πεπρωμένο, [[συμφορά]], [[θάνατος]] («οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τύχη]], [[μοίρα]]..<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δύο απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. της λ. [[οἶτος]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. θεωρείται παράγωγο του [[εἶμι]] «[[έρχομαι]]» με [[επίθημα]] -<i>το</i>- αναγόμενο στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ei</i>- (<b>βλ.</b> [[είμι]]), <b>πρβλ.</b> [[φόρτος]], [[χόρτος]]. Η λ. [[οἶτος]] αντιστοιχεί ακριβώς με τα ονόματα της Κελτικής και Γερμανικής με σημ. «όρκος» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ιρλδ. <i>oeth</i>, γοτθ. <i>aips</i>, γερμ. <i>Eid</i>, αγγλοσαξ. <i>oath</i>) με τη σημ. της πορείας [[προς]] τον [[τόπο]] της ορκωμοσίας. Η ελλ. λ. [[οἶτος]] πιθανόν να σήμαινε αρχικά «[[πορεία]] του ανθρώπου στον δρόμο που χαράζει το πεπρωμένο του», απ' όπου και προήλθε η σημ. «[[μοίρα]], πεπρωμένο». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[οἶτος]] συνδέεται με τη λ. <i>αἶσα</i> «[[μοίρα]]» (<b>πρβλ.</b> αβεστ. <i>a</i><i>ē</i><i>ta</i>-), [[άποψη]] που προσκρούει σε αξεπέραστες μορφολογικές δυσχέρειες, όπως [[είναι]] η [[εναλλαγή]] τών θ. <i>οι</i>- και <i>αι</i>- στους δύο τύπους. Η λ. [[οἶτος]], [[πάντως]], [[προς]] [[δήλωση]] του πεπρωμένου δεν [[είναι]] τόσο εύχρηστη όσο οι άλλες δύο συνώνυμες λ. [[μοῖρα]] και <i>αἶσα</i>]. | |||
}} | }} |