Οράτριος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(29) |
(No difference)
|
Revision as of 12:10, 29 September 2017
Greek Monolingual
Ὀράτριος, ὁ (Α)
προσωνυμία του Διός στην Κρήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε Fρήτριος].