ὀρθόλοξος: Difference between revisions

29
(6_18)
(29)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθόλοξος''': -ον, ὀρθὸς καὶ [[λοξός]], Ἐρωτιαν. 334.
|lstext='''ὀρθόλοξος''': -ον, ὀρθὸς καὶ [[λοξός]], Ἐρωτιαν. 334.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρθόλοξος]], -ον (Α)<br />(για επίδεσμο) [[ορθός]] και [[λοξός]], αυτός που έχει δεθεί σταυρωτά.
}}
}}