3,270,824
edits
(6_12) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρτᾰλίς''': -ίδος, ἡ, νεογνὸν [[ζῷον]], οἱονδήποτε, Λατ. pullus, [[νεοσσός]], νεογνὸν πτηνόν, [[ὀρνίθιον]]· [[καθόλου]] πτηνὸν κατοικίδιον, «ὀρνίθι», Νικ. Ἀλ. 295. - Βοιωτ. λέξ. πρβλ. [[ὀρτάλιχος]] | |lstext='''ὀρτᾰλίς''': -ίδος, ἡ, νεογνὸν [[ζῷον]], οἱονδήποτε, Λατ. pullus, [[νεοσσός]], νεογνὸν πτηνόν, [[ὀρνίθιον]]· [[καθόλου]] πτηνὸν κατοικίδιον, «ὀρνίθι», Νικ. Ἀλ. 295. - Βοιωτ. λέξ. πρβλ. [[ὀρτάλιχος]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρταλίς]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[νεογνό]] πτηνού, [[νεοσσός]]<br /><b>2.</b> κατοικίδιο [[πτηνό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ὀρτ</i>-[[αλίς]], με [[επίθημα]] -[[αλίς]] (<b>πρβλ.</b> [[δορκάς]]: <i>δορκ</i>-[[αλίς]]) παράγεται πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. [[ὀρτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>θέ</i>-<i>ορτος</i>, <i>κονί</i>-<i>ορτος</i>) του ρ. [[ὄρνυμι]] «[[σηκώνω]], [[εγείρω]]» και δηλώνει τα νεογνά τών πτηνών που προσπαθούν να πετάξουν. Δυσχερέστερη φαίνεται η [[σύνδεση]] της λ. με το [[ὄρνις]]. | |||
}} | }} |