ὁρμιά: Difference between revisions

450 bytes added ,  29 September 2017
29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />ligne pour pêcher.<br />'''Étymologie:''' [[ὅρμος]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />ligne pour pêcher.<br />'''Étymologie:''' [[ὅρμος]].
}}
{{grml
|mltxt=και ορμία, η (Α [[ὁρμιά]] και ὁρμεία) [<i>όρμος</i> (Ι)]<br />[[λεπτό]] [[νήμα]] κατάλληλο για την [[πρόσδεση]] τών αγκίστρων τών διαφόρων αλιευτικών οργάνων, το [[αρμίδι]] ή [[ορμίδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αλιευτικό όργανο κατασκευασμένο από [[λεπτό]] [[νήμα]].
}}
}}