ὀστεουλκός: Difference between revisions

29
(6_15)
(29)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀστεουλκός''': ὁ, λαβὶς πρὸς ἐξαγωγὴν θραυσμάτων ὀστοῦ, Ἱππ. (;).
|lstext='''ὀστεουλκός''': ὁ, λαβὶς πρὸς ἐξαγωγὴν θραυσμάτων ὀστοῦ, Ἱππ. (;).
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀστεουλκός]])<br />[[λαβίδα]] για τη [[συγκράτηση]] και την [[εξαγωγή]] θραυσμάτων οστού, η [[οστεάγρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]] / [[ὀστοῦν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁλκή]] ή [[ὁλκός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιθ</i>-<i>ουλκός</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ουλκός</i>].
}}
}}